- απαραίτητος
- -η, -ο (AM ἀπαραίτητος, -ον) [παραιτούμαι]αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς νά αποφύγει ή να παραλείψει («οι απαραίτητες ενέργειες», «η συνδρομή του είναι απαραίτητη»)νεοελλ.1. εκείνος που δεν έχει παραιτηθεί από κάποια θέση, εντολή ή αξίωμα2. το ουδ. ως ουσ. τα απαραίτητατα απολύτως αναγκαία, τα χρειαζούμεναμσν.ο αναπόφευκτοςαρχ.1. όποιος δεν αλλάζει γνώμη υποχωρώντας σε παρακλήσεις, άκαμπτος, αμείλικτος2. (για ποινές) αναπόφευκτος, σκληρός3. (για σφάλματα ή αδικήματα) ο ασυγχώρητος, ο αθεράπευτος.
Dictionary of Greek. 2013.