απαραίτητος

απαραίτητος
-η, -ο (AM ἀπαραίτητος, -ον) [παραιτούμαι]
αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς νά αποφύγει ή να παραλείψει («οι απαραίτητες ενέργειες», «η συνδρομή του είναι απαραίτητη»)
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει παραιτηθεί από κάποια θέση, εντολή ή αξίωμα
2. το ουδ. ως ουσ. τα απαραίτητα
τα απολύτως αναγκαία, τα χρειαζούμενα
μσν.
ο αναπόφευκτος
αρχ.
1. όποιος δεν αλλάζει γνώμη υποχωρώντας σε παρακλήσεις, άκαμπτος, αμείλικτος
2. (για ποινές) αναπόφευκτος, σκληρός
3. (για σφάλματα ή αδικήματα) ο ασυγχώρητος, ο αθεράπευτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀπαραίτητος — not to be moved by prayer masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαραίτητος, -η — ο επίρρ. α απόλυτα αναγκαίος: Στην υπόθεση αυτή η βοήθειά σου είναι απαραίτητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπαραιτήτως — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer adverbial ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραίτητον — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem acc sg ἀπαραίτητος not to be moved by prayer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραιτήτοις — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραιτήτου — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραιτήτους — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραιτήτων — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραιτήτῳ — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραίτητα — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”